- παραλιταίνω
- παρᾰλῐταίνω, [tense] aor. -ήλῐτον,A do amiss, sin,
ἦ μέγα δή τι παρήλιτον A.R.3.891
; ὅσσα οἱ . . παρήλιτε cj. in Q.S.13.400.2 c. acc. pers., ἦ ῥα θεοὺς . . παρήλιτες didst sin against them, A.R.2.246.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.